τριγωνοειδής

τριγωνοειδής
τρι-γωνο-ειδής, ές, in Gestalt, Form eines Dreiecks

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τριγωνοειδής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει σχήμα τριγώνου. επίρρ... τριγωνοειδώς / τριγωνοειδῶς ΝΜΑ με σχήμα τριγώνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνον + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • τριγωνοειδῆ — τριγωνοειδής triangular shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριγωνοειδής triangular shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριγωνοειδής triangular shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγωνοειδεῖ — τριγωνοειδής triangular shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τριγωνοειδής triangular shaped masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγωνοειδεῖς — τριγωνοειδής triangular shaped masc/fem acc pl τριγωνοειδής triangular shaped masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγωνοειδές — τριγωνοειδής triangular shaped masc/fem voc sg τριγωνοειδής triangular shaped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγωνοειδοῦς — τριγωνοειδής triangular shaped masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγωνοειδῶν — τριγωνοειδής triangular shaped masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγωνοειδῶς — τριγωνοειδής triangular shaped adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • τριγωνοειδώς — τριγωνοειδῶς ΝΜΑ επίρρ. βλ. τριγωνοειδής …   Dictionary of Greek

  • χλαμύδα — Είδος ενδυμασίας των αρχαίων Ελλήνων και ορισμένων ανατολικών λαών. Ήταν κοντύτερο και λεπτότερο από το ιμάτιο ή τη χλαίνη αλλά πολυτελέστερο. Αρχικά το φορούσαν οι ιππείς στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία. Γενικά τη χ. φορούσαν οι έφηβοι, οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”